H Διώρυγα του Παναμά χαρακτηρίζεται ως ένα πραγματικό θαύμα της μηχανικής και κομβική «αρτηρία» του διεθνούς εμπορίου, που ενώνει δύο ωκεανούς, τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό. Γιόρτασε τα πέντε χρόνια λειτουργίας της δαπανηρής διεύρυνσής της και επιτρέπει τη χρήση της από μεγαλύτερα πλοία.
Βασίζεται σε ένα σύστημα φραγμάτων και ανισοϋψών δεξαμενών στα δύο άκρα της τεχνητής λίμνης Γκατούν, μήκους 33 χιλιομέτρων -από τις μεγαλύτερες στον κόσμο.
Συνδυαστικά, λειτουργούν σαν υδάτινα ασανσέρ για τα πλοία, προκειμένου να τα ανεβάσουν κλιμακωτά περί τα 26 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, μέχρι το επίπεδο της λίμνης, και μετέπειτα, όταν φτάσουν το άλλο άκρο της, να τα κατεβάσουν στην απέναντι πλευρά.
Για να λειτουργήσει η διώρυγα, λοιπόν, απαιτείται τεράστιος όγκος γλυκού νερού από τη λίμνη, ο οποίος τμηματικά καταλήγει στους ωκεανούς.
Με το πέρασμα των χρόνων ωστόσο, λένε οι υπεύθυνοι, η εξασφάλιση αυτών των ποσοτήτων συνιστά μία πρόκληση, λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Νέες προκλήσεις
Βασική πηγή υδροδότησης της λίμνης είναι το νερό της βροχής, μέσω και των τροπικών δασών που την περιβάλλουν, καθώς και του ποταμού που εκβάλλει σε αυτή. Όμως, τα τροπικά δάση εκατέρωθεν της διώρυγας έχουν πια μειωθεί στο ήμισυ της αρχικής επιφάνειάς τους. Ο τοπικός πληθυσμός και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξάνονται συν τω χρόνω.
Και η βροχή πλέον είτε μειώνεται σημαντικά για μήνες -σύμφωνα με τον Οργανισμό της Διώρυγας του Παναμά, τα τέσσερα από τα τελευταία επτά χρόνια ήταν από τα πιο άνυδρα, από το 1950.
Είτε γίνεται τόσο έντονη -όταν την περιοχή πλήττουν ολοένα και πιο ενισχυμένες καταιγίδες- που δοκιμάζει τις αντοχές των φραγμάτων και αυξάνει τον κίνδυνο κατολισθήσεων ή ιζηματαπόθεσης, απειλώντας με απόφραξη στενά σημεία του καναλιού.
«Οι δεξαμενές σχεδιάστηκαν για λιγότερο ασταθή καιρό και τώρα, λόγω των νέων συνθηκών, πρέπει να αλλάξουμε τη διαδικασία αποθήκευσης και διαχείρισης νερού», λέει στη Wall Street Journal ο Ρικάουρτε Βάσκεθ, επικεφαλής του PCA.
Κι αυτό, γιατί οι αυξομειώσεις -παρατηρεί- μπορεί να είναι προβληματικές για την ομαλή λειτουργία της διώρυγας. Και δη σε μία περίοδο αυξημένων απαιτήσεων για τη διεθνή ναυσιπλοΐα.
Η μείωση του φορτίου σημαίνει υψηλότερο κόστος, χαμηλότερη απόδοση καυσίμου και περισσότερη ρύπανση, εξηγεί στην αμερικανική εφημερίδα ο Λαρς Νίλσεν της δανέζικης ναυτιλιακής A.P. Moller-Maersk A/S.
Πηγή: ot.gr