Μελέτη του Πολυτεχνείου Κρήτης και του Ελληνικού Κέντρου θαλασσίων Ερευνών, χρησιμοποιεί τα σφουγγάρια ως δειγματοληπτικούς σταθμούς & διαπιστώνει τις ιδιότητές τους, στο κεφάλαιο της θαλάσσιας ρύπανσης
Η νέα μέθοδος εντυπωσιάζει και βάζει τους θαλάσσιους σπόγγους σε ρόλο δειγματοληπτικών σταθμών για τη μέτρηση της θαλάσσιας ρύπανσης. Οι σπόγγοι σύμφωνα με τη μελέτη, έχουν τη δυνατότητα καθαρισμού του θαλασσινού νερού από σημαντικούς ρυπαντές, συμβάλλοντας έτσι στη βελτίωση της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Πρόκειται για μια καινοτομία η οποία αναπτύχθηκε με τη συνεργασία του Πολυτεχνείου Κρήτης, του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών και του Πανεπιστημίου Γουάτερλου του Καναδά. Ήδη έγιναν μετρήσεις στις θάλασσες της Κρήτης που επιβεβαίωσαν ότι χαρακτηρίζονται σε γενικές γραμμές από καλή περιβαλλοντική ποιότητα.
Η έρευνά επέτρεψε στους ερευνητές για πρώτη φορά, με χρήση ειδικών συσκευών, τη πρόσληψη των ρύπων από τους σπόγγους και στη συνέχεια την αφαίρεση των συσκευών και ανάλυσή τους χωρίς να προκαλείται επιβάρυνση στο θαλάσσιο περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα.Όπως αναφέρεται, η θαλάσσια ρύπανση είναι μια από τις βασικές πιέσεις που δέχονται τα παράκτια οικοσυστήματα, ειδικά στις περιοχές εκείνες της ακτογραμμής που φιλοξενούν ανθρώπινη δραστηριότητα.
«Η τύχη των ρυπαντών αφού εισέλθουν στο θαλάσσιο περιβάλλον εξαρτάται από τις ιδιότητες τους. Έτσι, ανάλογα με αυτές μπορούν να αποδομηθούν φυσικά, να παραμείνουν στον κύριο όγκο του νερού για μεγάλο χρονικό διάστημα ή να προσκολληθούν σε επιφάνειες, όπως αυτές των αιωρούμενων σωματιδίων, του πυθμένα ή των ζωντανών οργανισμών. Η τελευταία περίπτωση είναι στο επίκεντρο πολλών ερευνών γιατί αφορά τη μελέτη των πιο επίμονων και τοξικών ρυπαντών που έχουν την ικανότητα να βιοσυσσωρεύονται, δηλαδή να αποθηκεύονται στους οργανισμούς σε βάθος χρόνου. Συνεπώς η ανίχνευσή τους είναι ιδιαίτερα σημαντική προκειμένου να εκτιμηθεί η ποιότητα των θαλάσσιων υδάτων».
Η μελέτη είχε κύριο στόχο τη διερεύνηση της κατακράτησης περιβαλλοντικών ρυπαντών του θαλάσσιου περιβάλλοντος από κοινά είδη σπόγγων με στόχο την αξιοποίησή τους ως βιοδείκτες για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας.
Η προτεινόμενη τεχνική κάνει χρήση ειδικών βελονών και ταινιών επικαλυμμένων με προσροφητικά υλικά, που τοποθετούνται στην επιφάνεια ή το εσωτερικό του ζωντανού οργανισμού και λειτουργούν ως “παγίδες” για τους ρυπαντές. Έτσι οι ρύποι μεταφέρονται από το σπόγγο στις συσκευές αυτές και στη συνέχεια οι συσκευές αυτές αφαιρούνται και αναλύονται με χρήση σύγχρονων τεχνικών ανάλυσης. Με τον τρόπο αυτό, ο ζωντανός οργανισμός παραμένει άθικτος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλαπλές μετρήσεις στο χρόνο, χωρίς να προκαλείται επιβάρυνση στο θαλάσσιο περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα».
Στα συμπεράσματα καταγράφεται ότι, οι σπόγγοι κατακρατούν ουσίες όπως φαρμακευτικές ενώσεις που ανήκουν στους αναδυόμενους ρύπους. Παράλληλα ανιχνεύθηκαν φυτοφάρμακα αλλά και μονοκυκλικοί αλλά και πολυκυκλικοί υδρογονάνθρακες. Η τελευταία ομάδα ενώσεων συνδέεται με ανθρωπογενείς (ναυτιλιακές-πετρέλαια) αλλά και φυσικές δραστηριότητες .
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδωσαν ενδείξεις μεταβολισμού των υδρογονανθράκων από τους σπόγγους και τους συμβιωτικούς τους μικροοργανισμούς. Αυτό σημαίνει ότι οι σπόγγοι έχουν ταυτόχρονα τη δυνατότητα καθαρισμού του θαλασσινού νερού από σημαντικούς ρυπαντές, συμβάλλοντας έτσι στη βελτίωση της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Σημαντική είναι η προστασία των φυσικών θαλάσσιων οικοσυστημάτων για τη συνολική υγεία της θάλασσας, αλλά και πιθανόν να ανοίγεται ο δρόμος για νέες εφαρμογές στον τομέα της βιοτεχνολογίας.