Η ιστορική παρουσία της Μεσογειακής φώκιας (Monachus monachus) και η συμβολή της στον πολιτισμό και την οικονομία της περιοχής της Μεσογείου παρέμεναν για πολύ καιρό άγνωστα. Ακόμα και σήμερα, μετά την δημοσίευση αρκετών στοιχείων, πολλά από αυτά είναι ασαφή και συχνά περιέχουν ανακρίβειες και αντιφάσεις.
Χάρης Νικολάου: Λειτουργός πανίδας στο Τμήμα Δασών του Υπουργείου Γεωργίας Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Υπεύθυνος/συντονιστής της εργασίας πεδίου του Εθνικού σχεδίου παρακολούθησης της Μεσογειακής φώκιας στην Κύπρο.
Η Μεσογειακή φώκια είχε αποτελέσει στόχο κυνηγών από τη λίθινη εποχή, είτε ως αποδιοπομπαίο τράγο για τα μειωμένα αλιεύματα και τα κατεστραμμένα δίχτυα των ψαράδων, είτε για το δέρμα και το λάδι κάτι το οποίο συνεχίστηκε σε ορισμένες περιοχές και κατά τον 20ο αιώνα. Το γεγονός εντοπίζεται σε γραπτά του Μεσαίωνα (για την Μεσόγειο) και της Αναγέννησης (για τον Ατλαντικό), ενώ μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να αναφέρεται ως μια από τις κυριότερες αιτίες θνησιμότητας. Ως έμμεση, αν και αδιαμφισβήτητα όχι λιγότερο σοβαρή απειλή καταγράφεται και η ανθρώπινη ενόχληση, η απώλεια των ενδιαιτημάτων του είδους καθώς και η μειωμένη αναπαραγωγική επιτυχία. Ως πιο σύγχρονες απειλές καταγράφονται ο μαζικός τουρισμός, η εντατική παράκτια αστικοποίηση και η βιομηχανική ανάπτυξη.
Η πορεία του είδους ιστορικά καταγράφει την συνύπαρξη του με τον άνθρωπο τόσο σε πολιτιστικό όσο και σε εμπορικό πλαίσιο. Πολιτιστικά, η Μεσογειακή φώκια κατέχει ιδιαίτερη θέση στη λαογραφία της αρχαίας Ελλάδας, της Πορτογαλίας (Μαδέρα του Μεσαίωνα) και στην Ιταλία της Αναγέννησης όπου οι φώκιες παρουσιάζονταν ως μυθικά πλάσματα ταυτίζοντας τες με γοργόνες, νεράιδες και σειρήνες. Σε πολλές περιπτώσεις το είδος εμφανιζόταν να ενσαρκώνει δαιμονικά ζώα της θάλασσας ή ακόμα και γοητευτικές γυναίκες που επιτίθονταν σε ψαράδες.
Εμπορικά, είναι πολλές οι πηγές που δείχνουν ότι το είδος υπήρξε αντικείμενο εκμετάλλευσης για το δέρμα, το λάδι, το κρέας και τις φαρμακευτικές ιδιότητες του κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση και σε πιο μειωμένη κλίμακα κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής.
Και ενώ το είδος εξακολούθησε στη συνέχεια να αποτελεί στόχο των ψαράδων της Μεσογείου, αφού το θεωρούσαν υπεύθυνο για τα μειωμένα αλιεύματα και τα κατεστραμμένα δίχτυα, σε άλλες περιοχές, μεγάλες αποικίες του είδους στον ανατολικό Ατλαντικό, στα ανοικτά των ακτών της Αφρικής, ήταν αρκετά προσοδοφόρες σε Γάλλους, Πορτογάλους και Ισπανούς εξερευνητές. Στη Μεσόγειο, οι διαρκείς διώξεις των επιζώντων αποικιών, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανθρώπινη διατάραξη, οδήγησαν σε μια αναπόφευκτη μείωση και κατακερματισμό του πληθυσμού.
Αν και περιγράφεται ως «σπάνιο» από την επιστήμη το 1779, συνέχισε να αποτελεί στόχο για συλλέκτες από ζωολογικούς κήπους και μουσεία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν εξαφανίσεις κατά μήκος των ευρύτερων ακτών άρχισαν να γίνονται εμφανείς για πρώτη φορά. Παρά την εντατική εκμετάλλευση του είδους κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, εξακολούθησε να καταλαμβάνει ένα ευρύ γεωγραφικό εύρος μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Αποικίες υπήρχαν σε όλη τη Μεσόγειο, την θάλασσα του Μαρμαρά και τη Μαύρη θάλασσα. Το είδος καταγραφόταν επίσης στις Ατλαντικές ακτές της Αφρικής, στη Μαυριτανία, τη Σενεγάλη και τη Γκάμπια, καθώς και τα νησιά του Ατλαντικού του Πράσινου Ακρωτηρίου, τη Μαδέρα, τις Κανάριες νήσους και τις Αζόρες.
Σημαντικά αποδυναμωμένο από αυτές τις ιστορικές πιέσεις, το είδος αποδείχθηκε ανίκανο να αντέξει τις αμείλικτες απειλές του 20ου αιώνα. Κατακερματισμένο από το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης κατανομής του, το είδος σήμερα περιορίζεται κυρίως σε δύο επιζώντες πληθυσμούς. Ο ένας καταλαμβάνει τις ατλαντικές ακτές της βορειοδυτικής Αφρικής, και ο άλλος, στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ έχει εξαφανιστεί από τη Δυτική και κεντρική Μεσόγειο, το Μαρμαρά και τη μαύρη θάλασσα.
Το 1997 ένα συμβάν μαζικής θνησιμότητας πιθανότατα από υπερσυγκέντρωση ερυθρών αλγών και τοξινών που πέρασαν στα ζώα μέσω της τροφής τους, χτύπησε τη μεγαλύτερη αποικία της φώκιας στη Δυτική Σαχάρα, προσθέτοντας έτσι άλλον ένα κίνδυνο στον κατάλογο των παραγόντων θνησιμότητας. Το 1984, η Παγκόσμια Ένωση για την Διατήρησης της Φύσης (IUCN), περιέγραψε το είδος ως ένα από τα δώδεκα πιο απειλούμενα με εξαφάνιση ζώα στον κόσμο.
Σήμερα, λιγότερο από 600 μεμονωμένες φώκιες πιστεύεται ότι επιβιώνουν, καθιστώντας το ως το πιο απειλούμενο θαλάσσιο θηλαστικό της Ευρώπης
Η μεσογειακή φώκια (Monachus monachus) αποτελεί σήμερα το υπ’ αριθμό ένα απειλούμενο θαλάσσιο θηλαστικό της Ευρώπης
Κυνήγι και εκμετάλλευση
Διάφορες πηγές αναφέρουν ότι η Μεσογειακή φώκια προσέφερε ένα ευρύ φάσμα εκμετάλλευσης σε αρκετές περιοχές χωρίς όμως να μπορεί να εκτιμηθεί η ένταση του κυνηγιού ανά περιοχή. Από τις καταγεγραμμένες αναφορές διαφαίνεται ότι τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά την Αναγέννηση ο άνθρωπος εκμεταλλευόταν το ζώο αυτό τόσο για το δέρμα και το λάδι του (Ατλαντικός, Κανάρια νησιά, Μαδέρα και Δυτική Σαχάρα), όσο και για παρασκευή φαρμάκων.
Λογοτεχνικά κείμενα του 18ου και 19ου αιώνα δίνουν και μια άλλη διάσταση: καταδεικνύουν με σαφήνεια πώς οι εναπομείναντες φώκιες, ήδη αναγνωρισμένες ως σπάνιες από διάφορους φυσιοδίφες και κυνηγούς, προορίζονταν για τις συλλογές μουσείων, τσίρκων και ζωολογικών κήπων.
Οι μέθοδοι κυνηγιού της φώκιας εξελικτικά διαφοροποιούνται. Πριν τη χρήση των όπλων εξέχουσα θέση καταγράφουν το ρόπαλο, το δόρυ και το δίχτυ. Το σκληρό και χοντρό δέρμα των ζώων, το στρογγυλό του σώμα σε συνδυασμό με το χοντρό λίπος καθιστούσαν το κυνήγι του μια εξαιρετικά επίπονη διαδικασία. Από τις μέρες του Αριστοτέλη και του Πλινίου τα εργαλεία κυνηγίου παραμένουν ίδια με κάποιες παραλλαγές.
Κυνηγοί και ψαράδες έπρεπε να εντοπίσουν τα τρωτά σημεία του ζώου για να τα ξεγελάσουν. Ένα από αυτά, είναι και η εξάρτηση των νεογνών από τις μανάδες τους ιδιαίτερα το πρώτο τρίμηνο από την γέννηση καθιστώντας τα νεογνά ως ευκολότερη λεία από ότι οι πιο έμπειρες και επιφυλακτικές ενήλικες φώκιες.
Οι πηγές καταγράφουν το κυνήγι φώκιας στη Μεσόγειο, ως πολύτιμη πηγή δέρματος και λαδιού, πιθανώς για όσο διάστημα η ζήτηση δεν ξεπερνούσε την προμήθεια. Ως τροφή δεν καταγράφονται ιδιαίτερες αναφορές πέραν του ότι το κρέας δεν είχε ιδιαίτερη γεύση και καταναλωνόταν μόνο εξ ανάγκης και ελλείψει άλλης τροφής. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, το δέρμα φώκιας μεταποιείται σε μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων: ιμάντες για βόδια, ζώνες ναυτικών, κάπες μέχρι και γάντια. Σύμφωνα με μαρτυρίες, μοναχοί που κατοικούσαν στα μοναστήρια του Αγίου όρους συνέχισαν να φοράνε ζώνες από δέρμα φώκιας γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Σε μια περίπτωση κυνηγίου στην Βουλγαρική Μαύρη θάλασσα αναφέρεται ότι η φώκια συλλαμβανόταν σε ρηχά νερά κάτι που δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι συμμετέχοντες στην επιχείρηση δικαιούνταν δέρμα για ένα ζευγάρι σανδάλια. Παρόμοια σανδάλια εντοπίζονται σήμερα στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Αλοννήσου στις βόρειες Σποράδες στην Ελλάδα. Η χρήση του δέρματος φώκιας για την κατασκευή υποδημάτων εξακολουθεί να υπάρχει στη ζωντανή μνήμη των ηλικιωμένων ψαράδων στην Αλόννησο.
Σε φτωχότερες παράκτιες περιοχές, τα δέρματα χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως ακατέργαστα χειμερινά ενδύματα ή καλύμματα κρεβατιών, και το λίπος ως γράσο για την προετοιμασία του δέρματος (μέχρι τον 20ο αιώνα που άλλαξε η προτίμηση σε δέρμα από οικόσιτα ζώα). Το δε λίπος φώκιας, συχνά βρασμένο σε πετρέλαιο, είχε επίσης πολλές χρήσεις: Φάρμακα, καύσιμη ύλη για λαμπτήρες.
Σε μια ανασκόπηση του 1996, αναφέρεται η ιστορική παρακμή της φώκιας στην Τουρκική Μαύρη θάλασσα. Αν και προστατευόμενο είδος, διαπιστώνεται ότι οι φώκιες κυνηγούνταν συστηματικά με τουφέκια κατά τη διάρκεια του τότε νόμιμου κυνηγίου δελφινιών.
Σε μια ξεχωριστή συνέντευξη σε χωριό της Μαύρης Θάλασσας το 2001, ο γιος ενός κυνηγού φώκιας, αναφέρει για την εκμετάλλευση του είδους κατά τη δεκαετία του 1930: «ο πατέρας μου πρέπει να σκότωσε 15-20 φώκιες. Θυμάμαι ότι υπήρχαν πολλές φώκιες εδώ τότε. Πρώτα σκότωναν το ζώο, στη συνέχεια αφαιρούσαν το δέρμα από το σώμα, το άφηναν να στεγνώσει και στη συνέχεια έκοβαν το δέρμα ανάλογα με το τι θα κατασκεύαζαν από το δέρμα. Ήταν αδύνατο να βρούμε παπούτσια εκείνη την εποχή και έτσι φορούσαμε το δέρμα αυτό. Ο πατέρας μας συνήθιζε να μας παρέχει δέρμα κατασκευασμένο από βόδι, επειδή το δέρμα φτιαγμένο από φώκια δεν μύριζε ωραία. Γνωρίζαμε όμως πολύ καλά ότι το δέρμα φώκιας ήταν πολύ πιο ανθεκτικό σε σύγκριση με το δέρμα του βοδιού “.
Φαρμακευτικές χρήσεις
Η ένταση με την οποία κυνηγήθηκαν οι φώκιες για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες στην αρχαιότητα είναι καλά τεκμηριωμένη. Σε πολλά συγγράμματα αναφέρεται ένας περιεκτικός κατάλογος με φάρμακα, φίλτρα και θεραπείες με βάση τη φώκια.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα πιο κάτω:
το λίπος θεραπεύει τον πόνο και το πρήξιμο των αρθρώσεων
η αποτεφρωμένη κεφαλή αναμεμιγμένη με κέδρο θεραπεύει τη φαλάκρα και όλα τα δεινά του κεφαλιού.
η σάρκα όταν καταναλώνεται συχνά και το ξεραμένο αίμα όταν πίνεται κρυφά ανακατεμένο στο κρασί θεραπεύει την επιληψία και όλους τους πόνους.
Η κατανάλωση του εγκεφάλου του ζώου διώχνει τους δαίμονες και θεραπεύει ψυχικές ασθένειες.
Η χολή του ζώου που αναμιγνύεται με μέλι θεραπεύει όλα τα οφθαλμικά προβλήματα.
Τον 6ο αιώνα, αναφέρεται ότι ασθενείς που πάσχουν από υδροφοβία αν τυλιχθούν με δέρμα φώκιας, αρκούδας και ύαινας, θα μπορούσαν να ανακτήσουν γρήγορα στις αισθήσεις τους.
Η χρήση του λίπους φώκιας ήταν εξαιρετική για τη θεραπεία των πληγών που επηρεάζουν τα πόδια των αλόγων.
Το ήπαρ, οι πνεύμονες, η σπλήνα και το στομάχι των νεαρών ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του αίματός τους, χρησιμοποιείται για την επιληψία, τον ίλιγγο, τα εγκεφαλικά, τη φρενίτιδα και άλλες ασθένειες του εγκεφάλου.
Η θεραπεία από όργανα φώκιας συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι και τον 20ο αιώνα. Από αναφορές του 1920 στην Αλγερία γίνεται γνωστό ότι το λάδι της φώκιας και το δέρμα ήταν αρκετά προσοδοφόρα ως προς την θεραπεία για τους ρευματισμούς γεγονός που επιβεβαιώνεται κι από συνέντευξη το 2001, ενός πρώην Βατραχανθρώπου της Μαύρης Θάλασσας ότι το λάδι από την φώκια είναι πολύ καλό για τους ρευματισμούς.
Στην μεσαιωνική Ιατρική επίσης καταγράφεται η χρήση του λίπους της φώκιας για τις πληγές των αλόγων, ενώ παρόμοιες αναφορές εντοπίζονται μέχρι και την δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα σε κτηνιατρικές πρακτικές. Για παράδειγμα στην Σαμοθράκη αναφέρεται ακόμα η μέχρι πρότινος αποτελεσματικότητα του λίπους φώκιας στη θεραπεία των ανοιχτών πληγών στα κατσίκια.
Σύλληψη και αιχμαλωσία
Οι ιστορικές αναφορές δείχνουν ότι η προσφορά φώκιας σε αιχμαλωσία για ψυχαγωγία σε τσίρκα και περιοδεύουσες παραστάσεις έγινε κάτι σαν επιχείρηση στον 17ο-18ο αιώνα. Δελτία ειδήσεων και φυλλάδια της εποχής διακήρυτταν την εμφάνιση ενός ψαριού που μιλάει, μιας γοργόνας ή ενός θαλάσσιου τέρατος, καθώς οι μεσογειακές φώκιες είχαν εκτεθεί σε παραστάσεις σε κωμοπόλεις και πόλεις ακόμα και πολύ Βόρεια όπως στο Μόναχο και το Λονδίνο.
Οι ψαράδες που αναλάμβαναν να παγιδεύουν τις φώκιες γι’ αυτό το σκοπό μετρούσαν διπλό συμφέρον. Μια εξαιρετικά προσοδοφόρα πηγή αφού το θέαμα πλήρωνε με χρυσά νομίσματα, ενώ ταυτόχρονα τους απάλλασσε από ένα απεχθή ανταγωνιστή στην αλιεία. Τα φυσικά χαρακτηριστικά του ζώου όπως το βάρος και η δύναμη του, δυσκόλευαν την παγίδευση αλλά και μετακίνηση ενήλικου ζώου κι έτσι προτιμώνταν τα μικρότερα ως πιο διαχειρίσιμα – άπειρα για την παγίδευση – δεκτικότερα στην αιχμαλωσία η οποία δεν κρατούσε περισσότερο από 3 βδομάδες συνήθως ενώ στην καλύτερη περίπτωση τους 2 μήνες. Σε αυτό το χρόνο το ζώο πέθαινε από τις κακές συνθήκες κράτησης ή λόγω ασθενειών, κι έτσι ανανεωνόταν. Η ζήτηση οδηγούσε όλο και περισσότερα άτομα σε παγίδευση, αιχμαλωσία και τελικά θάνατο.
Κι ενώ στις περισσότερες περιοχές το είδος παρόλο τον κατακερματισμό επιβίωσε, δεν συνέβηκε το ίδιο με την φώκια της Αδριατικής η οποία δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα. Το εντατικό κυνήγι, και η απώλεια ενδιαιτημάτων οδήγησε σε καταστροφικό αποτέλεσμα προς τα τέλη του 1700.
Ζωντανές συλλήψεις για θέαμα καταγράφηκαν επίσης στην Ισπανία. Οι ψαράδες στη Σαρδηνία συνέχισαν επίσης να αιχμαλωτίζουν φώκιες μέχρι τη δεκαετία του 1950. Το 1951, οι Times του Λονδίνου ανέφεραν ότι ένα νεογέννητο φώκιας έκανε βουτιές στη διάσημη πλατεία Piazza di Trevi της Ρώμης. Το ζώο ήταν ιδιοκτησία δύο Ρωμαίων δημοσιογράφων, οι οποίοι το είχαν φέρει από τη Σαρδηνία και που προφανώς σκέφτηκαν ότι είναι κατάλληλο να κολυμπήσει σε τόσο διάσημο περιβάλλον. Ένας αστυνομικός τους επέβαλε πρόστιμο για παράβαση του νόμου που απαγορεύει την ρίψη οποιουδήποτε αντικειμένου εκτός από χρήματα στο σιντριβάνι, και έτσι πήραν την φώκια και έφυγαν με αυτοκίνητο.
Οι ζωντανές φώκιες πωλούνταν σε πανηγύρια, ζωολογικούς κήπους και επιδείξεις. Το εμπόριο φαίνεται να έχει υποχωρήσει με τη δραματική μείωση του είδους στη Μαύρη Θάλασσα αλλά οι φώκιες συνέχισαν να συλλαμβάνονται για διάφορους ζωολογικούς κήπους και ενυδρεία σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Στην Τουρκία, οι φώκιες συνέχισαν να συλλαμβάνονται και να εκτίθενται σε ζωολογικούς κήπους σε πόλεις και ανοικτές εκθέσεις μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Η ευρηματικότητα στην παγίδευση ενός πολύ δύσκολου ζώου – οι μέθοδοι
Ως κατάλληλη ώρα παγίδευσης οι πηγές αναφέρουν κατά βάση μετά τα μεσάνυχτα από 3-4 άτομα υπό την καθοδήγηση ενός έμπειρου «αρχηγού». Με μικρές ψαρόβαρκες πλησίαζαν τις σπηλιές της φώκιας κωπηλατώντας προσεκτικά και αθόρυβα, γνωρίζοντας τα ισχυρά αισθητήρια του ζώου. Στο εσωτερικό σκοτεινό περιβάλλον της σπηλιάς αφουγκράζονταν για ηχητικά ίχνη που θα πρόδιδαν την ύπαρξη ζώου εντός. Γνώριζαν ότι οι φώκιες όταν κοιμούνται παράγουν ένα βαθύ ήχο στην εισπνοή, ακολουθούμενο από ένα ισχυρό θόρυβο σαν σφύριγμα στην εκπνοή και δεδομένης της ηχητικής στα σπήλαια που και ο παραμικρός ήχος ακούγεται πολλαπλασιαστικά.
Τη στιγμή που εντοπιζόταν ζώο, το σκάφος μετακινείτο προς την είσοδο της σπηλιάς, ετοίμαζαν τα φανάρια κι ένα ή δύο άτομα κινούνταν προς την παραλία της σπηλιάς. Όταν οι κυνηγοί αναγνώριζαν μια φώκια, έφερναν το σκάφος προς την παραλία της σπηλιάς, ετοίμαζαν τα φανάρια, και ένα ή δύο άτομα περπατούσαν προς την παραλία. Το τεχνητό φως και οι προκλητικές κινήσεις προκαλούσαν αναστάτωση στο ζώο αναγκάζοντας το να κινηθεί προς τη θάλασσα, όπου συναντούσε το σκάφος που εντέχνως τοποθετούνταν πλάγια και χωρίς άλλη επιλογή περνούσε στην αιχμαλωσία. Εάν εντοπίζονταν περισσότερες από μία φώκιες, συνήθως συλλάμβαναν τις νεότερες ή μικρότερες λόγω της σχετικής ευκολίας σύλληψης. Αν το ζώο ήταν μεγάλο, χρησιμοποιούνταν δίχτυα ψαρέματος για σύλληψη του και μεταφορά του στο σκάφος. Η αμέσως επόμενη κίνηση ήθελε ένα ρούχο να καλύπτει το κεφάλι της έτσι που να ηρεμεί και να ακινητοποιείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μαρτυρία ενός μόνο ψαρά που έπιασε με την ομάδα του 21 φώκιες από το 1948 μέχρι το 1973.
Η εκμετάλλευση της Μεσογειακής φώκιας στην Κύπρο
Από μαρτυρίες διαφόρων ανθρώπων που ζούσαν κοντά στις περιοχές που εντοπίζονται ενδιαιτήματα φώκιας μεταξύ του 1940 – 1960, σε διαφορετικές περιοχές του νησιού, όλες κατέληγαν περίπου στην ίδια ουσία: Εντός ενός μήνα από την γέννηση νεαρής φώκιας έπρεπε να μπουν στην σπηλιά να το πάρουν αλλιώς μετά θα ήταν πολύ δύσκολο αφού το μικρό θα ήταν πολύ εύκολο να ξεφύγει αφού τα νεογνά είναι ικανά να κολυμπούν από πολύ νωρίς.
Ο κύριος λόγος για την αιχμαλωσία ήταν η εκμετάλλευση των ζώων ως θέαμα: είτε τα πουλούσαν, είτε τα εξέθεταν οι ίδιοι επί πληρωμή σε πανηγύρια, πλατείες, ακόμη και έξω από σχολεία. Το νεαρό φωκάκι μέσα σε ένα δοχείο με νερό πια, κρυμμένο κάτω από ένα ρούχο γινόταν αξιοθέατο ως «γοργονούι» ή παράξενο πλάσμα της θάλασσας έναντι εισιτηρίου. Η άγνοια αλλά και η περιέργεια προσέλκυε τον κόσμο να πληρώνει για να δει κάτω από το ρούχο το παράξενο εκείνο πλάσμα φέρνοντας κέρδη στον θύτη του για τις 4-5 μέρες που παρέμενε εν ζωή αφού δεν άντεχε πολύ την κακουχία. Μαρτυρίες ανθρώπων που είδαν με τα μάτια τους το γεγονός αυτό αφορούν κυρίως την επαρχία Πάφου (Πέγεια, Νέο χωριό), αλλά και την επαρχία Αμμοχώστου (Απ. Βαρνάβας) καθώς και την Καρπασία (Γιαλούσα).
Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του κ. Κόκου Ηλία ο οποίος θυμάται ως μαθητής σε δημοτικό σχολείο στην Κάτω Πάφο περί το 1958-60, έξω από το σχολείο να φτάνει αυτοκίνητο που φώναζε στους μαθητές να βγουν να δουν γοργόνα. Με μισό σελίνι ανά άτομο έφευγε το ρούχο από την μεταλλική μπανιέρα και αποκάλυπτε την νεογέννητη φώκια στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου.
Σε άλλη μαρτυρία, σε συγκεκριμένη σπηλιά στη Πέγεια γνωστή ως «Σπήλιος της Φώκαινας», κάθε φθινόπωρο έπαιρναν το νεογέννητο φωκάκι και το εξέθεταν σε διάφορα χωριά της περιοχής με το κατάλληλο πάντα αντίτιμο. Τα φωκάκια ταΐζονταν με αιγινό γάλα και μετά από 2-3 βδομάδες πέθαιναν. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 όπου οι τότε Αγγλικές αρχές κατήγγειλαν τα άτομα αυτά και έτσι σταμάτησε η διαδικασία. Χαρακτηριστικά ένας εκ των ψαράδων που έπαιρναν το φωκάκι από την συγκεκριμένη σπηλιά σε μια περίπτωση αναφέρει: « Η μητέρα του νεογνού ακολουθούσε την ψαρόβαρκα μου κάθε μέρα βγάζοντας χαρακτηριστικές κραυγές ακόμα και ένα μήνα μετά που πήραμε το μικρό της από την σπηλιά..»
Ο κ. Αντρέας Σπύρου από το Νέο Χωριό της Πάφου θυμάται επίσης ότι γύρω στο 1950-45 και ενώ ψάρευε με την χρήση δυναμίτη στην περιοχή του Χάλαβρου στις βόρειες ακτές του Ακάμα έβλεπε συχνά μια ενήλικη φώκια να μπαινοβγαίνει σε συγκεκριμένη σπηλιά η οποία μέχρι και σήμερα αποτελεί ενδιαίτημα της. Σε μια περίπτωση μία φώκια βρισκόταν με το νεογέννητο της σε διπλανή παραλία και κάποιος συγχωριανός του πήρε το νεογέννητο και το μετέφερε στην πλατεία του χωριού (Νέο Χωριό) προκαλώντας όλο το χωριό να κατέβει να δει αυτό το παράξενο πλάσμα. Στη συνέχεια ένα ζευγάρι συγχωριανών του πήρε το φωκάκι και το έβαλε σε μια κοφίνα μεταφέροντας το ως έκθεμα στα γύρω χωριά (Προδρόμι, Γιαλιά, Αγία Μαρίνα) με το κατάλληλο αντίτιμο. Μετά από 2-3 μέρες το φωκάκι προφανώς εξαντλημένο θυμάται να το είχαν πάρει πίσω στην παραλία από όπου βρέθηκε.
Άλλη μαρτυρία αναφέρει ότι κατά την διάρκεια του πανηγυριού του Αποστόλου Βαρνάβα στην κατεχόμενη Αμμόχωστο κατά την δεκαετία του 1960 συγκεκριμένο άτομο έκθετε νεογέννητη φώκια την οποία είχε μέσα σε δοχείο με νερό κάτω από αντίσκηνο στο οποίο μπορούσες να μπεις πληρώνοντας αντίτιμο.
Όπως σε πολλές χώρες της Μεσογείου και της Ευρώπης έτσι και στην Κύπρο, νεογέννητες φώκιες εκτίθονταν επί πληρωμή κατά τις δεκαετίες του 1940-60
Τέλος μαρτυρία του κ. Πέτρου Ασιώτη από την Γιαλούσα αναφέρει ότι κατά την δεκαετία του 1960 μια φώκια (πιθανόν νεαρή) που συνελήφθη τυχαία σε δίκτυα ψαρά μεταφέρθηκε στην πλατεία του χωριού στη Γιαλούσα ως έκθεμα αφού οι περισσότεροι δεν είχαν δει ποτέ κάτι παρόμοιο.
Δεν υπάρχουν αναφορές ότι στην Κύπρο η φώκια χρησιμοποιείτο και για άλλες χρήσεις όπως το δέρμα, το λίπος και το λάδι της όπως συνέβαινε σε πολλές χώρες της Μεσογείου από την αρχαιότητα μέχρι και τη σύγχρονη εποχή. Πιθανόν η εκμετάλλευση της να ήταν πιο διαδεδομένη αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων να μην είναι σήμερα δυνατή η τεκμηρίωση. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο πληθυσμός της φώκιας στην Κύπρο τουλάχιστον για τα τελευταία 100 χρόνια δεν θα ήταν τόσο μεγάλος όσο σε γειτονικές χώρες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα και στην Τουρκία λόγω μειωμένων κατάλληλων καταφυγίων.
Προμήθεια σε Μουσεία
Ακόμα και μετά τον θάνατο τους κατά την αιχμαλωσία, οι ιδιοκτήτες πουλούσαν τα νεκρά ζώα σε Μουσεία για ταρίχευση.
Στην επιστημονική βιβλιογραφία αναφέρονται αρκετές αγορές φώκιας από μουσεία σε διάφορες χώρες, όπως η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, το Μονακό, η Νορβηγία, οι κάτω χώρες, η Πορτογαλία, η Ρωσία, η Σενεγάλη, η Τουρκία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα εκθέματα αποκτήθηκαν ευκαιριακά, ως αποτέλεσμα του θανάτου ενός ζώου σε αιχμαλωσία ή της τυχαίας παγίδευσης του σε δίχτυα ψαρέματος. Σε άλλες περιπτώσεις, οι εξαγορές ήταν προσεκτικά σχεδιασμένες και αφορούσαν σκόπιμες εκτελέσεις.
Η Μεσογειακή φώκια έχει εμφανιστεί σε πολλά γραπτά: σε πάπυρο, περγαμηνές ή χαρτί κατά τα τελευταία 3000 χρόνια. Αν και η ύπαρξη της δεν είναι καν γνωστή στους περισσότερους Ευρωπαίους σήμερα, παλαιότερα είχε αγγίξει τις ζωές πολλών, συμπεριλαμβανομένων ποιητών, φιλοσόφων, αυτοκρατόρων, μάγων, γιατρών, φυσιοδιφών, εξερευνητών, ναυτικών και φυσικά ψαράδων. Ο Όμηρος, ο Αριστοτέλης, ο Ιπποκράτης, ο Πλούταρχος ο Galen, ο Avicenna και ο Gesner είναι μεταξύ μερικών από τους αρχαίους και αναγεννησιακούς παγκόσμιους επιστήμονες που κατέγραψαν παρατηρήσεις σχετικά με το είδος αυτό και τη σχέση του με την ανθρώπινη κουλτούρα, τη λαογραφία, την επιστήμη και την οικονομία.
Η φώκια έπαιξε ξεχωριστό ρόλο σε μεσογειακούς μύθους και δεισιδαιμονίες. Η φαντασία του ανθρώπου μετέτρεψε τα όντα αυτά σε νύφες και γοργόνες. Στην ελληνική μυθολογία, τοποθετήθηκαν υπό την προστασία του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα. Και εκτός από τέτοιες καλοήθεις παραδόσεις, η ιστορία δείχνει ότι η ανθρώπινη σχέση με την φώκια ήταν πάντα πολύ χρηστική. Αν και υπήρχαν ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, σε μεγάλο βαθμό η σχέση αυτή αφορούσε το δέρμα, το λάδι και το κρέας, τις φαρμακευτικές ιδιότητες της στην ιατρική και τις μαγικές τελετουργίες, τη δημόσια έκθεση της ως ψυχαγωγικό θέαμα.
Τα οφέλη, είτε πραγματικά είτε κατ’ επίφαση, αποτελούν γεγονότα. Η γούνα της φώκιας θα μπορούσε να προβλέψει καταιγίδες και τρικυμίες, ενώ το μητρικό γάλα από το στομάχι των νεογνών ήταν φημισμένο για τη θεραπεία της επιληψίας και άλλων ασθενειών. To δεξιό πτερύγιο τοποθετημένο κάτω από το μαξιλάρι θεράπευε την αυπνία, ενώ τα μουστάκια, απεσταγμένα σε ένα φίλτρο, θα μπορούσαν να κερδίσουν τους φίλους και τους εραστές και να διώξουν τους εχθρούς. Μερικοί εξερευνητές κέρδισαν μικρές περιουσίες βράζοντας τις νεκρές φώκιες και παίρνοντας το λάδι τους, ενώ ακόμη και οι πιο φτωχοί ψαράδες ή αγρότες επωφελούνταν μετατρέποντας τα ζώα σε υποδήματα ή άλλες κατασκευές από δέρμα.
Στην αντίληψη της τότε εποχής, οι φώκιες άξιζαν περισσότερο νεκρές παρά ζωντανές. Πέραν του κέρδους που πρόσφεραν σε αυτούς που τις εκμεταλλεύονταν οι φώκιες αποτελούσαν ένα ανταγωνιστή που απειλούσε τα ιχθυαποθέματα και έβλαπτε τα δίχτυα ψαρέματος. Η επιθετικότητα λόγο του γεγονότος αυτού ήταν πιθανώς υπεύθυνη για τη μετατροπή της φώκιας από γοργόνα σε διάβολο της θάλασσας στη λαογραφία του Μεσαίωνα, και επίσης ενέπνευσε το μύθο ότι η φώκια θα κυνηγήσει τους ψαράδες κάνοντας τους κακό.
Ακόμα και όταν κατά τον 19ου αιώνα, οι κυνηγοί παρατήρησαν την μείωση των πληθυσμών του είδους και έκαναν ενέργειες για τη διατήρησή του ήταν μόνο και μόνο για να επιτρέψουν τον πυροβολισμό άλλων ζώων μελλοντικά.
Έναν αιώνα αργότερα, διεθνείς οργανώσεις και επιστημονικά ιδρύματα εξέφρασαν ανησυχία για την κατακόρυφα μείωση του πληθυσμού της φώκιας. Οι φώκιες έπρεπε να αποδείξουν την αξία και τη χρησιμότητά τους για τους ανθρώπους, προκειμένου να θεωρηθούν άξιες επιβίωσης.
Άξια αναφοράς είναι μια έκθεση προς την Διεθνή ένωση για την διατήρηση της Φύσης (IUCN) το 1962 που υποστήριξε το ακόλουθο μέτρο για να σταματήσει η συνεχιζόμενη μείωση του είδους: “για να επισημάνουμε στις κυβερνήσεις ότι οι φώκιες είναι σημαντικές για τον άνθρωπο, η σωστή διαχείριση θα μπορούσε να γίνει μόνιμη πηγή δερμάτων, κρέατος και ελαίων».
Πιο πρόσφατα, επιστήμονες που έχουν μελετήσει την μεσογειακή φώκια αναφέρουν ότι θα μπορούσε, αν προστατευθεί, να ανακτήσει κάποια από τη θρυλική της μορφή, αποτελώντας έτσι μια δυνητική έλξη για την τουριστική βιομηχανία, της οποίας η σημερινή βάναυση αδιαφορία είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την μετατόπιση των ειδών στην εξαφάνιση. Άλλοι έχουν προτείνει ότι οι ψαράδες θα μπορούσαν να πεισθούν να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή εχθρότητα τους προς τη φώκια, μεταφέροντας τουρίστες σε θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές.
Οξύμωρο είναι όμως το παράδειγμα με τους παράκτιους αλιείς όπου η φώκια εξακολουθεί να αποτελεί εξιλαστήριο θύμα για τη μείωση των ιχθυαποθεμάτων τους, την ίδια στιγμή που οι βιομηχανικές μηχανότρατες λεηλατούν τη θάλασσα και η ερασιτεχνική κυρίως αλιεία εξαφανίζει τα αποθέματα χρησιμοποιώντας σύγχρονες και έξυπνες μεθόδους αλίευσης όσο ποτέ ξανά στο παρελθόν.
Αναμφισβήτητα, μόνο μέσω της ανάγνωσης της ιστορίας μπορούμε να αρχίσουμε να κατανοούμε γιατί η φώκια της Μεσογείου είναι τόσο επικίνδυνα κοντά στην εξαφάνιση. Σπάνια, πανέμορφη και εξαιρετικά ιδιαίτερη που δεν μας επιτρέπεται να επιτρέψουμε την εξαφάνιση της.