Oκτώβριος 1943. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα βρετανικό υποβρύχιο βυθίζεται από μια γερμανική νάρκη και καταλήγει, μαζί με τα 64 μέλη του πληρώματος του, στον πυθμένα του Ικάριου πελάγους. Μέχρι σήμερα, το κουφάρι του κείτονταν 253 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της άγριας αυτής θάλασσας. Η τύχη του αγνοούνταν.
Επρόκειτο για ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά της πρόσφατης παγκόσμιας ναυτικής ιστορίας. Οι οικογένειες των ανθρώπων που χάθηκαν με το TROOPER, πέρασαν τη ζωή τους χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Όπως λέει ο Κώστας Θωκταρίδης, στο Κ, η εύρεση του, ήταν για τους συγγενείς των θυμάτων, «σαν ένα βάλσαμο στην ψυχή».
«Τα υποβρύχια αυτά που χάθηκαν είναι σαν να περιμένουν κάποιον να πει την ιστορία τους. Φαντάσου έναν ταχυδρόμο που πρέπει να πάει να παραδώσει ένα γράμμα και δεν βρίσκει το σπίτι. Όταν το βρήκα, ένιωσα μια ικανοποίηση, ένα αίσθημα ολοκλήρωσης. Ήταν το μόνο ναυάγιο που δεν έβρισκα για πολύ καιρό», συνεχίζει.
«Για εκείνον ήταν ένα μυστήριο»
Όταν ο κ.Θωκταρίδης σχημάτισε για πρώτη φορά μια νέα θεωρία, μελετώντας εξονυχιστικά τα βρετανικά και γερμανικά ναυτικά αρχεία, μια θεωρία που θα ξαναέγραφε την ιστορία αλλάζοντας τα υπάρχοντα δεδομένα, η επαφή του με τις οικογένειες ήταν άμεση. Πρώτα, ενημέρωσε τον γιο του κυβερνήτη του υποβρυχίου, Ρίτσαρντ Ράιθ. Ο Ράιθ κατατάχθηκε όταν μεγάλωσε, στο ναυτικό, υπηρέτησε σε υποβρύχια, ήρθε στο Αιγαίο και ζούσε πάντα με την ίδια απορία. Πού είχε χαθεί ο πατέρας του; «Για εκείνον ήταν ένα μυστήριο. Έλεγε πως θα ήταν πολύ ωραία να ήξερε πού ακριβώς βρίσκεται», αναφέρει ο κ.Θωκταρίδης. «Να έχει ένα σημείο να αφήσει κάπου ένα λουλούδι».
Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Λέρο
Τις μέρες εκείνες, τα αποβατικά σκάφη των Γερμανών, βρισκόταν στα λιμάνια του Πειραιά και της Κρήτης και φόρτωναν στρατεύματα και εφόδια, με προφανή προορισμό τα Δωδεκάνησα. Οι Βρετανοί το πληροφορήθηκαν. Το HMS TROOPER ξεκίνησε από τη Βηρυττό για μια ακόμη περιπολία στις 26 Σεπτεμβρίου και έλαβε διαταγή να πλεύσει προς το Αιγαίο. Κατά την περίοδο του πολέμου οι Γερμανοί και οι Ιταλοί είχαν βυθίσει 14.000 νάρκες στις ελληνικές θάλασσες. Το υποβρύχιο θα μπορούσε να βρίσκεται σε πολλά σημεία. Όμως, όπως οι περισσότεροι που είχαν επιχειρήσει να βρουν τι απέγινε το υποβρύχιο, έτσι και ο γιος του κυβερνήτη, υπέθετε πως κατά τη διάρκεια της πορείας του, αυτό έπεσε σε είναι σε ένα από τα ναρκοπέδια της Λέρου.
Ποιος ήταν ο λόγος της παρανόησης αυτής; Το λάθος που έκανε ο κυβερνήτης ενός εξοπλισμένου καϊκιού που έτυχε να περνά από το σημείο αυτό. Ο κυβερνήτης Σάλινγκμαν, που στο μέλλον θα λάμβανε υψηλό αξίωμα – άρα και αξιοπιστία – δήλωσε ότι είχε πράγματι διασταυρωθεί με το TROOPER στη Λέρο. Υποστήριξε μάλιστα, πως είχε και μια σύντομη επικοινωνία με τον κυβερνήτη του. Το συμβάν καταγράφηκε στο βιβλίο του, «War in the islands». Όπως θα ανακάλυπτε ο Θωκταρίδης, μαζί με τον ερευνητή Σπύρο Βουγίδη, ο Σάλινγκμαν έκανε τελικά λάθος.
Μελετώντας τα ημερολόγια και τις αναφορές των βρετανικών υποβρυχίων, αντιλήφθηκαν πως μπέρδεψε την τραχιά φωνή του καπετάνιου του TROOPER, με τη φωνή του καπετάνιου ενός άλλου υποβρυχίου. Επρόκειτο για το TORBAY. Το TORBAY είχε μάλιστα καταγράψει το συμβάν αυτό, στα δικά του αρχεία. Λαμβάνοντας κανείς υπ’ όψιν τα παραπάνω είναι εύκολο να αντιληφθεί, πως για να βρει ένας ερευνητής την αλήθεια, πρέπει να οπλιστεί με τιτάνια υπομονή. Πρόκειται για έναν κανονικό άθλο.
Μια επίμονη αναζήτηση
Ο Θωκταρίδης έψαχνε το TROOPER από το 1998. «Τα υποβρύχια είναι από τα πιο δύσκολα ναυάγια όσον αφορά τον εντοπισμό τους. Δεν ξέρει κανείς που μπορεί να βρίσκονται. Συνήθως χάνονται χωρίς να αφήσουν ίχνη», λέει. Όταν έκανε την πρώτη του αποστολή στη Λέρο απέτυχε. «Είναι δυνατόν να μην το βρω;» αναρωτήθηκε. Ακολούθησε άλλη μία ακόμη, έπειτα άλλη μία. Ο Θωκταρίδης έκανε συνολικά 14 αποτυχημένες αποστολές. «Ένιωθα το αίσθημα της ήττας», θυμάται. «Η τελευταία αποστολή έγινε το 2004, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, έψαχνα για δύο μήνες». Τότε κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Μετά από έρευνα σε αρχειακό υλικό ο Θωκταρίδης αντιλήφθηκε πως ενώ το TROOPER ξεκινούσε την πορεία του προς το Αιγαίο, ένα γερμανικό υπερσύγχρονο πλοίο το DRACHE, τοποθετούσε μια σειρά μαγνητικών ναρκών υψηλής τεχνολογίας στο στενό μεταξύ Δονούσας, Ικαρίας και Νάξου. Εκεί στήνανε καρτέρι υποβρύχια και ήταν η διαδρομή που ακολουθούσαν για να πάνε στη Λέρο. Οι Γερμανοί δημιούργησαν στο σημείο πέντε ναρκοπέδια με πάνω από 200 νάρκες. Όταν δέκα μέρες αργότερα, πήρε τη διαταγή για να κάνει την περιπολία του, μια φρέσκια ακόμη νάρκη διέλυσε τo TROOPER. Η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή, που το έκοψε σε τρία κομμάτια.
«Είναι πολύ σπάνιο ένα υποβρύχιο, τόσο μεγάλο και γερό, να σπάει σε τρία κομμάτια. Είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί παγκοσμίως», σχολιάζει ο Θωκταρίδης. Εντόπισε τον στόχο μέσω sonar (ηχητικών σημάτων) και όταν επανήλθε με την ομάδα του και το ειδικό ρομπότ ROV, βρήκε το TROOPER. «Ήταν ένα ναυάγιο υψηλής δυσκολίας, σε διεθνή χωρικά ύδατα, μεσοπέλαγα, όπου δεν βλέπεις καθόλου ακτές», λέει.
Η ιστορία ξαναγράφεται
Είναι πολλά αυτά που κάνουν την ιστορία του TROOPER ξεχωριστή. «Ο ανθρώπινες ιστορίες όμως είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά, όχι το κουφάρι του πλοίου», λέει ο Θωκταρίδης. «Πρόκειται για μια ιστορία 64 ανθρώπων και τριών Ελλήνων πρακτόρων». Ο τελευταίος άνθρωπος που είδε το υποβρύχιο ήταν ο Εμμανουήλ Ι. Τσουδερός», λέει ο Θωκταρίδης, αναφερόμενος στον επί κατοχής, πρωθυπουργό της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης.
«Ήταν εκεί για να χαιρετήσει τρεις Έλληνες πράκτορες πριν φύγουν στο υποβρύχιο». Ο ένας ήταν ο Ταγματάρχης Γεώργιος Διαμαντόπουλος της ελληνικής υπηρεσίας πληροφοριών που είχε αποσπαστεί στη βρετανική υπηρεσία SOE και δρούσε στα πλαίσια ειδικής αποστολής. Ο άλλος ήταν ο Ιερολοχίτης Υπολοχαγός Εμμανουήλ Βέης και ένας ασυρματιστής με κωδική ονομασία «Thomas». Μετέφεραν μαζί τους 400 κιλά εφοδίων. Αποβιβάστηκαν στην Εύβοια στις τρεις τα ξημερώματα, της 1 Οκτωβρίου 1943. Το τι συνέβη έπειτα, είναι πλέον γνωστό: τα ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου, μία νάρκη βύθισε για πάντα το TROOPER στον βυθό του Ικάριου Πελάγους.