Το να μπορείς να μυρίζεις και να πιάνεις με τη γλώσσα σου ακούγεται πράγματι αρκετά πρακτικό. Ειδικά όταν έχει κανείς οκτώ πανομοιότυπα εργαλεία για τη δουλειά αυτή, όπως το Octopus vulgaris, το πιο συνηθισμένο είδος κεφαλόποδων στην Ευρώπη.
Με τα πλοκάμια του, τα οποία μπορεί να ελέγξει ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, το κοινό χταπόδι κινείται χτυπώντας και μυρίζοντας τους βυθούς της Μεσογείου. Η 8η Οκτωβρίου είναι αφιερωμένη σε όλα τα χταπόδια του κόσμου.
«Είναι σε διαρκή αναζήτηση τροφής», λέει ο Ντάνιελ Άμπεντ-Ναβάντι, από το Σπίτι της Θάλασσας στη Βιέννη, αναφερόμενος στα χταπόδια που γνωρίζουμε. Και αυτό, όπως επισημαίνει, συμβαίνει εξαιτίας του υψηλού μεταβολισμού τους. Ζουν μόνα τους σε περιοχές του βυθού που μπορεί να έχουν έκταση από 50 έως 100 τετραγωνικά μέτρα.
«Όχι επειδή χρειάζονται τόσο πολύ χώρο για να μετακινηθούν, αλλά περισσότερο για να βρουν αρκετό φαγητό», εξηγεί ο βιολόγος. Όταν κυνηγάει καβούρια, γαρίδες, σαλιγκάρια και αχιβάδες, το χταπόδι αποδεικνύει ότι είναι πολύ έξυπνο σε σύγκριση με άλλα ασπόνδυλα, επισημαίνει ο Άμπεντ-Ναβάντι. Εάν, για παράδειγμα, ένα τρομαγμένο καβούρι κρύβεται πίσω από μία πέτρα, το χταπόδι γνωρίζει ήδη πολύ καλά ότι το γεύμα του είναι εκεί. Και περιμένει υπομονετικά μέχρι να εμφανιστεί ή κάποιες φορές επισκέπτεται την κρυψώνα το ίδιο.
«Σε σύγκριση με άλλα ασπόνδυλα όπως τα καβούρια, το χταπόδι είναι ένας υπερ-εγκέφαλος», υποστηρίζει ο βιολόγος. «Αλλά δεν είναι το πιο έξυπνο θαλάσσιο ζώο». Βασικά, πρέπει πάντα να αξιολογεί κανείς την ικανότητα ενός ζώου στον βιότοπό του – και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται σύγκριση ανάμεσα στη συμπεριφορά των ζώων και των ανθρώπων. Δεδομένου ότι δεν έχουν ούτε κέλυφος ούτε οστά, προστατεύουν το μαλακό σώμα τους με κελύφη από άλλα ζώα, όπως για παράδειγμα μύδια, τα οποία χρησιμοποιούν για να κατασκευάσουν «σκεπές» για το αυτοσχέδιο σπιτικό τους ή τη σπηλιά τους στο βράχο.
«Τότε οι ενδεχόμενοι εχθροί τους το παρατηρούν, βλέπουν όμως τα όστρακα και δεν καταλαβαίνουν ότι από κάτω κρύβεται ένα χταπόδι». Επιπλέον, με το ευκίνητο σώμα τους, τα χταπόδια μπορούν να γλιστρήσουν σε μικροσκοπικές σχισμές βράχων, να πάρουν οποιοδήποτε σχήμα, ακόμη και να μιμηθούν άλλα ζώα. Η ικανότητα να προσαρμόζουν το δέρμα τους στο περιβάλλον συμβάλλει επίσης στην επιβίωσή τους.»
«Ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος»
Ωστόσο, πριν το χταπόδι φτάσει σε αυτό το στάδιο κυνηγού, μετά την εκκόλαψη ανήκει στην κατηγορία πλαγκτόν για λίγες εβδομάδες, ως ένα ακόμη μικροσκοπικό ζώο – δηλαδή στα όντα που δεν μπορούν να κινούνται μόνα τους και αφήνονται να παρασυρθούν από τα ρεύματα. «Όταν σκεφτόμαστε ένα χταπόδι, σκεφτόμαστε μόνο το ζώο με τα οκτώ πλοκάμια. Για να φτάσει όμως στο στάδιο εκείνο, η εμπειρία του με το πλαγκτόν είναι καθοριστική», εξηγεί ο Άμπεντ-Ναβάντι.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα μικροσκοπικά χταπόδια μπορεί να παρασυρθούν εκατοντάδες χιλιόμετρα μέσα στη θάλασσα – να εγκατασταθούν και να αναπαραχθούν σε διαφορετικές περιοχές από ό,τι οι γονείς τους. Κάτι που θεωρείται εν γένει καλό για τη γενετική ποικιλομορφία.
Τα χταπόδια στην πραγματικότητα αναπαράγονται μόνο μία φορά, στο τέλος της σχετικά σύντομης ζωής τους, η οποία διαρκεί περίπου ένα έως δύο χρόνια. Το αρσενικό χταπόδι πεθαίνει αφού γονιμοποιήσει το θηλυκό, το οποίο με τη σειρά του φυλάει τα εκατοντάδες χιλιάδες αυγά για έναν ή και δυο μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας δεν τρέφεται καθόλου, «καταρρέει, θυμίζοντας όλο και περισσότερο όστρακο», περιγράφει ο βιολόγος. Μόλις εκκολαφθούν οι απόγονοί του, πεθαίνει και το θηλυκό.
Πηγή: Deutsche Welle/Lifo