Η πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία, ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των τονομιλίων μεταφερόμενου φορτίου λόγω του ότι η Ευρώπη θα προμηθεύεται αυτά τα προϊόντα από πιο μακρινές αποστάσεις, ενώ η πτώση της ζήτησης, από την άλλη, κάτι το οποίο, δυνατό να περιορίσει την ανάγκη για επιπλέον μεταφορική ικανότητα. Aυτό προδιαγράφεται ως απειλή για τον κύκλο εργασιών των πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου και δεξαμενόπλοιων.
Οπως σημειώνει ο Niels Rasmussen, Chief Shipping Analyst της BIMCO, μέχρι τώρα η πολεμική σύγκρουση έφερε αυξήσεις στις τιμές εμπορευμάτων, όπως είναι το πετρέλαιο, το σιτάρι και ο αραβόσιτος, προϊόντα που αποτελούν από τις βασικές εξαγωγές της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Κάτι που θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό, θα επιβαρύνει το μεταφορικό κόστος και ενδεχομένως να οδηγήσει σε πτώση της ζήτησης, καθώς οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις θα επιδιώξουν να περιορίσουν τις δαπάνες τους.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει υπολογίσει ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ έως και 1 ποσοστιαία μονάδα, προκαλώντας αναταράξεις σε όλους τους ναυτιλιακούς τομείς.
Ιδιαίτερη ανησυχία για την παγκόσμια προσφορά προκαλεί η εξαγωγή σιταριού και αραβοσίτου, που φορτώνεται κυρίως στη Μαύρη Θάλασσα. Οπως εκτιμά ο αναλυτής της BIMCO, το υπόλοιπο της συγκομιδής του 2021 αλλά και του 2022 στα δύο αυτά προϊόντα δεν πρόκειται να βγει στο εμπόριο και συνεπώς μένει να φανεί πόσο τμήμα των εξαγωγών της Ουκρανίας μπορεί να αντικατασταθεί από εξαγωγές από άλλες χώρες και τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε αυξημένα τονομίλια μεταφερόμενου φορτίου, και πόσο θα οδηγήσει και σε άνοδο της ζήτησης για επιπλέον πλοία.
«Συνολικά, εκτιμούμε ότι παρά τις πιθανότητες αύξησης της ζήτησης τονομιλίων για ορισμένα εμπορεύματα ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι καθαρά αρνητικός για τη ναυτιλία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου, που οφείλεται τόσο στην έλλειψη προσφοράς εμπορευμάτων όσο και στη μειωμένη ζήτηση λόγω των αυξήσεων των τιμών» σημειώνει ο κ. Rasmussen.
Οι θαλάσσιες εξαγωγές
Σε ό,τι αφορά τον κλάδο των δεξαμενοπλοίων, η BIMCO εκτιμά ότι η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη θα μπορούσε να καθυστερήσει. Η Ρωσία ελέγχει περίπου το 10% όλων των θαλάσσιων εξαγωγών τόσο αργού πετρελαίου όσο και διυλισμένων προϊόντων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εξάγεται από λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Ευρωπαίοι αγοραστές αποφεύγουν το ρωσικό αργό πετρέλαιο και υπολογίζεται ότι έως και το 70% των εξαγωγών αργού δεν έχουν αγοραστή παρά το γεγονός πως διατίθενται με μεγάλη έκπτωση.
Δεδομένου ότι ο ΟPEC+ έχει προς το παρόν αποφασίσει να τηρήσει τις ήδη προγραμματισμένες αυξήσεις στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης της τιμής του αργού πετρελαίου, φαίνεται πως οι τιμές θα παραμείνουν πάνω από τα 100 δολάρια ΗΠΑ/βαρέλι.
Η Κίνα θα μπορούσε να αναδειχθεί ως αγοραστής για το ρωσικό αργό, κάτι που θα βοηθούσε στην άμβλυνση ορισμένων από τις τρέχουσες ανησυχίες για την παγκόσμια προσφορά, καθώς η ΕΕ θα μπορούσε με τη σειρά της να αγοράσει περισσότερο πετρέλαιο από τη Μέση Ανατολή. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης τονομιλίων, αλλά εάν διατηρηθούν οι υψηλές τιμές η συνολική ζήτηση θα εξακολουθήσει να υποφέρει. Ο αναλυτής της BIMCO υπογραμμίζει πως «η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη στις αγορές των δεξαμενοπλοίων θα καθυστερήσει περαιτέρω και θα μειωθεί περισσότερο από ό,τι αναμενόταν».