Τα λεγόμενα Drop-in βιοκαύσιμα αποκτούν μεγαλύτερη δημοτικότητα, ως ένας τρόπος μείωσης των εκπομπών CO2 από τα υπάρχοντα πλοία χωρίς να γίνουν τροποποιήσεις στα κινητήρια συστήματα των πλοίων.
Στο πλαίσιο μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2019 ανάμεσα στην εταιρεία Oldendorff και το Κέντρο Bits και Atoms (CBA) του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT), ο ιδιοκτήτης του πλοίου ζήτησε από το MIT να διεξάγει μια μελέτη σχετικά με τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και την αποσύνθεση ενός μείγματος B20 προηγμένων βιοκαυσίμων.
Η μελέτη είχε ως στόχο να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες, ότι τα μείγματα βιοκαυσίμων θα ήταν περισσότερο επιρρεπή σε οξειδωτική αποσύνθεση, λόγω της παρουσίας ακόρεστων λιπαρών οξέων, η οποία θα οδηγούσε σε προβλήματα σταθερότητας και αποσύνθεσης με την πάροδο του χρόνου κατά την αποθήκευση του καυσίμου στις δεξαμενές του πλοίου.
Η μελέτη περιλάμβανε την παρακολούθηση 15 δειγμάτων B20 βιοκαυσίμου, που αποτελούνταν από ένα 20% βιολί από χρησιμοποιημένο μαγειρικό λάδι, αναμεμιγμένο με καύσιμο πολύ χαμηλού θείου που προμήθευτηκαν από το Edwine Oldendorff τον Ιανουάριο του 2022. Τα 15 δείγματα χωρίστηκαν σε τρεις ξεχωριστές ομάδες αποθήκευσης σε διαφορετικές θερμοκρασίες. Τα δείγματα δοκιμάστηκαν τακτικά σε οκτώ διαφορετικές χημικές παραμέτρους από τον Μάιο του 2022, έως τον Απρίλιο του 2023. Χαμηλά επίπεδα (<10 CFU/mL)1 μικροβιακής μόλυνσης (MBC) παρατηρήθηκαν μετά τον πρώτο μήνα αποθήκευσης σε σχεδόν όλα τα δείγματα, ανεξαρτήτως συνθηκών αποθήκευσης. Η MBC αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου, φτάνοντας σχεδόν τα 50 CFU/mL σε δείγματα που εκτέθηκαν στο φως. Η περιεκτικότητα σε FAME στα βιοκαύσιμα ενθαρρύνει την ανάπτυξη μικροοργανισμών καθώς οι μικροοργανισμοί βιοδιασπώνται σε φυσικά λίπη και έλαια.
Η MBC, (Marine Breakaway Coupling), είναι μια συσκευή εγκατεστημένη σε συστήματα μεταφοράς εύκαμπτων σωλήνων σε τερματικούς σταθμούς εκφόρτωσης ή φόρτωσης δεξαμενόπλοιων ανοικτής θάλασσας, που σχεδιάστηκε για να αποτρέπει τις πετρελαιοκηλίδες και να προστατεύει το σύστημα μεταφοράς από ζημιά σε περίπτωση θραύσης δεξαμενόπλοιου ή υπερβολικής απότομης πίεσης.
Όπως διαπιστώθηκε, μπορεί να προκύψουν λειτουργικά προβλήματα, σε δεξαμενές, σωλήνες και φίλτρα, της διάβρωσης των δεξαμενών, γι’αυτό και προτείνεται η προσθήκη βιοκτόνου για τη διατήρηση μείγματος βιοκαυσίμου για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η οξειδωτική αποσύνθεση ξεκίνησε από τον 3ο έως τον 6ο μήνα, όπως επισημάνθηκε. Μαζί με την προσθήκη αντιοξειδωτικών, συστήνεται και η τακτική παρακολούθηση της ποιότητας του καυσίμου για μακροπρόθεσμη αποθήκευση στο πλοίο, ιδίως με υψηλότερα μείγματα βιοκαυσίμων.
Παρόλο που η έκθεση σε αέρα, νερό και φως συνετέλεσε σημαντικά στην αποσύνθεση του καυσίμου, ο αντίκτυπος της θερμοκρασίας αποθήκευσης στην αποσύνθεση παραμένει ασαφής.