Το ζητούμενο της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από ένα τέταρτο, έως το μισό μέχρι το 2030, μπορεί να επιτευχθεί καθώς ο κλάδος της ναυτιλίας διαθέτει το τεχνικό δυναμικό και τα εργαλεία, σύμφωνα με μια νέα ανεξάρτητη έκθεση που συνέταξε η έγκριτη εταιρεία συμβούλων CE Delft, για λογαριασμό τεσσάρων κορυφαίων περιβαλλοντικών ομάδων.
Υποστηρίζουν ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σημαντικό οικονομικό κόστος, παρέχοντας την επιβεβαίωση που απαιτείται ώστε η Επιτροπή Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος (MEPC) του ΙΜΟ, να ενεργήσει αποφασιστικά στην επερχόμενη συνεδρίασή της.

Η προγραμματιζόμενη, για τον Ιούλιο του 2023, σύνοδος των κρατών μελών του ΙΜΟ αναμένεται να υιοθετήσει τις αναθεωρήσεις της δεδηλωμένης στρατηγικής του ΙΜΟ, για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Από το 2018, η θέση του ΙΜΟ ήταν ότι η ναυτιλία θα μειώσει τις εκπομπές κατά 50 τοις εκατό έως το 2050, σε σχέση με το 2008.
Περιβαλλοντολόγοι, επιστήμονες και πολλοί άλλοι οργανισμοί, υποστηρίζουν ότι αυτοί οι στόχοι είναι πολύ χαλαροί, για μια βιομηχανία που ευθύνεται για το 3% των παγκόσμιων εκπομπών και αυξάνεται. Η ΕΕ, για παράδειγμα, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα, ότι η ναυτιλιακή βιομηχανία οδεύει προς τη λάθος κατεύθυνση και ότι ο ΙΜΟ πρέπει να είναι πιο φιλόδοξος στις προσπάθειές του.
Οι προτάσεις που διατυπώνονται πριν από τη συνεδρίαση της MEPC, απαιτούν ταχύτερες μειώσεις, με ορισμένους να υποστηρίζουν ότι η βιομηχανία πρέπει να μειώσει τις εκπομπές κατά 50% τα επόμενα επτά χρόνια έως το 2030. Οι πιο επιθετικές θέσεις απαιτούν την πλήρη εξάλειψη των εκπομπών GHG μεταξύ 2040 και 2050.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι τέσσερις ομάδες, Transport & Environment, Seas in Risk, Ocean Conservancy και Pacific Environment, ζήτησαν από την CE Delft να εκτιμήσει το μέγιστο δυναμικό τεχνικής μείωσης έως το 2030 και τις ελάχιστες εναπομένουσες εκπομπές GHG από τη ναυτιλία.

«Οι χώρες και οι ναυτιλιακές εταιρείες έχουν εκφράσει πραγματικές ανησυχίες σχετικά με την τεχνολογική και οικονομική σκοπιμότητα επίτευξης του στόχου κατά 1,5°C για μείωση των εκπομπών στο μισό έως το 2030», υπογραμμίζει η Delaine McCullough του Ocean Conservancy. «Αυτή η ανάλυση δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτές οι μειώσεις είναι δυνατές και ότι το κόστος δεν αποτελεί εμπόδιο. Τα στοιχεία δεν θα μπορούσαν να έρθουν σε καλύτερη στιγμή. Ο ΙΜΟ δεν πρέπει να σπαταλήσει αυτή, που μπορεί να είναι η τελευταία καλύτερη ευκαιρία, για να βάλει τη ναυτιλία σε καλό δρόμο για να αποτρέψει μια κλιματική καταστροφή».
Η Delft στην έκθεσή της, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι τεχνικά δυνατό, ξεκινώντας σταδιακά το 2025, να μειωθούν οι εκπομπές από τη ναυτιλία σε ένα εύρος μεταξύ 28 και 47 τοις εκατό έως το 2030, σε σχέση με τα επίπεδα του 2008. Η εφαρμογή αυτών των μέτρων, καταλήγει η έκθεση, θα αυξήσει το κόστος αποστολής μεταξύ έξι και δεκατέσσερα τοις εκατό κατά μέσο όρο.
Η έκθεση δημοσιεύει ένα ευρύ φάσμα σεναρίων, χρησιμοποιώντας τεχνικές και λειτουργικές επιλογές μείωσης, που η Delft επισημαίνει ότι είναι τώρα διαθέσιμες στον κλάδο. Ζητούν την υιοθέτηση της υποβοηθούμενης από τον άνεμο πρόωσης, μειώσεις ταχύτητας που κυμαίνονται μεταξύ 20 και 30 τοις εκατό για τα πλοία που θα οδηγούσαν σε μειώσεις εκπομπών και μεταξύ πέντε και δέκα τοις εκατό υιοθέτηση καυσίμων μηδενικών GHG. Λαμβάνουν υπόψη τις αλλαγές στην ανάλυση στο μέγεθος του στόλου, για να αντισταθμίσουν τη μείωση της χωρητικότητας από τον αργό ατμό.
Υπολογίζουν ότι λίγο περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής μείωσης θα προέλθει από επιχειρησιακά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του αργού ατμού, ενώ η αιολική πρόωση και τα μηδενικά ή σχεδόν μηδενικά καύσιμα GHG, θα οδηγούσαν το καθένα, στο ένα τέταρτο της συνολικής μείωσης.
Ο αντίκτυπος στο κόστος ποικίλλει στα διάφορα σενάρια, εν μέρει λόγω του επιπέδου μετάβασης του καυσίμου καθώς και του ποσοστού μείωσης της ταχύτητας.
Οι τέσσερις οργανισμοί που ανέθεσαν την έρευνα υποστηρίζουν ότι παρέχει τα στοιχεία που χρειάζονται για να δραστηριοποιηθεί η MEPC, για να αυξήσει δραματικά τους στόχους του ΙΜΟ για μείωση των εκπομπών.


