Η συζήτηση σχετικά με τη χρήση βιοκαυσίμων στη ναυτιλία φέρνει στην επιφάνεια νέες σοβαρές αντιπαραθέσεις, την ώρα που η Διεθνής Ναυτιλιακή Οργάνωση (IMO) καλείται να εξετάσει σημαντικές αποφάσεις προκειμένου να επιτύχει τους στόχους μείωσης εκπομπών.
Μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η T&E, σε συνεργασία με μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες, ζητούν τον αποκλεισμό των βιοκαυσίμων από τη λίστα εναλλακτικών καυσίμων, επικαλούμενες τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις. Μια μελέτη του Cerulogy, που ανατέθηκε από την T&E, υποδεικνύει ότι μέχρι το 2030, το 33% της παγκόσμιας ναυτιλίας θα μπορούσε να χρησιμοποιεί βιοκαύσιμα, αλλά η προμήθεια τους είναι περιορισμένη.
Η μελέτη καταλήγει ότι μόνο το 2,5% έως 3% της ναυτιλίας θα μπορούσε να στηριχθεί σε βιοκαύσιμα από χρησιμοποιημένα λάδια, καθώς η πλειονότητα των βιοκαυσίμων θα προέρχεται από φοινικέλαιο και σόγια. Αυτό εγείρει ανησυχίες για την επίπτωση στις τιμές τροφίμων και την παραγωγή γεωργικών προϊόντων. Οι χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία και η Νορβηγία, έχουν ήδη περιορίσει τη χρήση αυτών των βιοκαυσίμων, αναφερόμενες στην ανάγκη για βιωσιμότητα και προστασία του περιβάλλοντος.
Η χρήση βιοκαυσίμων από φοινικέλαιο και σόγια έχει αναδειχθεί ως ιδιαίτερα ρυπογόνα, καθώς οι εκπομπές CO2 που προκαλούνται από την αποδάσωση είναι σημαντικές. Το κόστος της γης για την καλλιέργεια βιοκαυσίμων ενδέχεται να υπονομεύσει την επισιτιστική ασφάλεια, καθώς οι εκτάσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για παραγωγή τροφίμων θα μετατραπούν σε καλλιέργειες βιοκαυσίμων.
Ενόψει αυτών των προκλήσεων, η Διακυβερνητική Ομάδα Εργασίας για τη Μείωση Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου από Πλοία (ISWG-GHG) ετοιμάζεται για τη σημαντική συνάντηση της Επιτροπής MEPC, όπου θα εξεταστούν στρατηγικές μείωσης εκπομπών. Οι συμμετέχοντες καλούνται να αναλογιστούν τις συνέπειες της συνέχισης της χρήσης βιοκαυσίμων και να εξετάσουν πιο καθαρές και βιώσιμες εναλλακτικές πηγές ενέργειας για τη ναυτιλία του μέλλοντος, όπως το υδρογόνο.