Θάλασσες Σιωπηλές

Ο «Οθέλλος» αποπλέει χωρίς προορισμό,
χωρίς σφυρίχτρα, δίχως τιμόνι, σε άτακτη φυγή,
η πυξίδα δείχνει όνειρα αντί για γη.
Με κομμένα σκοινιά ρυμουλκεί σκιές,
σε θάλασσες σιωπηλές.
Μες στο κύμα η φωνή του ναύτη σιγεί,
η αλμύρα χαράζει το κορμί, σκουριασμένη η ψυχή.
Η μπόρα δεν κόπασε, μα αυτός καρτερεί,
ψάχνει ελπίδα, έστω ψιθυριστή.
Σιωπές που βουλιάζουν, χαμένες μορφές,
κι ακόμα το στίγμα δε βρήκε στεριές.
Κι η Αμμόχωστος, στο βάθος θαρρείς
πως ανασαίνει κρυφά, μες στο φως της αυγής.
Σιωπηλές θάλασσες γύρω απ’ την κατεχόμενη γη,
απ’ όσους φύγαν, μα δεν έπαψαν να ζουν εκεί.
Κι ο ασυρματιστής, κάθε απόβραδο, κάθε αυγή,
στέλνει ακόμη το σήμα: «Προσμονή, Ελπίδα, Επιστροφή».
Θαλασσών λόγια, ακούει κανείς;

