H Ελλάδα παραμένει η μεγαλύτερη ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο. Αν και αντιπροσωπεύει μόλις το 0,15% του παγκόσμιου πληθυσμού, ο ελληνικός εφοπλισμός ελέγχει το 21% της παγκόσμιας χωρητικότητας με έναν στόλο 5.520 πλοίων. Τα τελευταία 10 χρόνια η συνολική χωρητικότητα του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου έχει αυξηθεί κατά 50%. Επίσης, η ναυτιλία παρέχει μεγάλες χρηματοροές στην ελληνική οικονομία.
Το 2022 οι εισροές στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών από τις θαλάσσιες μεταφορές ξεπέρασαν τα 21 δισ. ευρώ, αποτελώντας τη μεγαλύτερη συνεισφορά που καταγράφηκε τα τελευταία 20 χρόνια. Για την περίοδο 2012-2022 η ναυτιλία συνεισέφερε 148 δισ. ευρώ σε εισροές στην ελληνική οικονομία. Πολυδιάστατο είναι και το έργο κοινωνικής αλληλεγγύης του ελληνικού εφοπλισμού στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της πρόνοιας και της στήριξης των ευπαθών ομάδων και της αντιμετώπισης κρίσεων.
Η ελληνική ναυτιλία είναι βασικός πυλώνας της μεταφοράς αναγκαίων αγαθών, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ), αντιπροσωπεύει (σε όρους dwt):
■ 31,27% του παγκόσμιου στόλου πετρελαιοφόρων
■ 25,32% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου
■ 22,65% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG)
■ 15,79% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς χημικών και προϊόντων πετρελαίου
■ 11,46% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς υγραερίου (LPG)
■ 8,92% του παγκόσμιου στόλου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος είναι ο μεγαλύτερος cross-trader στον κόσμο, μεταφέροντας φορτία μεταξύ τρίτων χωρών σε ποσοστό άνω του 98% της μεταφορικής του ικανότητας.
Οι Ελληνες πλοιοκτήτες δραστηριοποιούνται κυρίως στην bulk/tramp ναυτιλία, τον τομέα που ειδικεύεται στη μεταφορά βασικών προϊόντων, όπως σιτηρά και άλλα γεωργικά προϊόντα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, σιδηρομετάλλευμα, χημικά προϊόντα, άνθρακα, λιπάσματα και δασικά προϊόντα. Η bulk/tramp ναυτιλία έχει τα χαρακτηριστικά μιας σχεδόν απόλυτα ανταγωνιστικής αγοράς, όπου η πλοιοκτησία δεν μπορεί να επηρεάσει τις τιμές της ναυλαγοράς. Η ναυτιλιακή δραστηριότητα παρέχει μεταφορές με τον πιο οικονομικά αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο. Για παράδειγμα, μέσω των συνεχώς αυξανόμενων οικονομιών κλίμακας το κόστος μεταφοράς διατηρείται εντυπωσιακά χαμηλά προς όφελος του τελικού καταναλωτή. Είναι φθηνότερο να μεταφέρεις με πλοίο έναν τόνο σιδηρομετάλλευμμα ή σιτηρά από τη Βραζιλία στον Καναδά, στην Κίνα ή στην Ευρώπη από το να φέρεις αυτό τον τόνο από τη Γλυφάδα στον Πειραιά.
Η ελληνική ναυτιλία είναι πρωτοπόρος και σε αυτό τον τομέα. Ο μέσος όρος χωρητικότητας ενός ελληνόκτητου πλοίου είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τον μέσο όρο σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικότερα, κατά την προηγούμενη δεκαετία το μέσο μέγεθος των ελληνόκτητων πλοίων αυξήθηκε σημαντικά και διαμορφώνεται σήμερα στα 81.395 dwt, ενώ ο παγκόσμιος μέσος όρος παραμένει πολύ χαμηλότερος, στα 45.337 dwt.
Ευρωπαϊκή οικονομία
Η σημασία της ελληνικής ναυτιλίας είναι ακόμα μεγαλύτερη για την ευρωπαϊκή οικονομία αφού ο ελληνόκτητος στόλος συμβάλλει καθοριστικά στη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας και της ενεργειακής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ειδικότερα, για τους τύπους πλοίων στρατηγικής σημασίας -δεξαμενόπλοια και φορτηγά- πάνω από το 70% του κοινοτικού στόλου ελέγχεται από ελληνικά συμφέροντα. Η ελληνική ναυτιλία αντιπροσωπεύει το 60% του συνολικού στόλου που ελέγχεται από την Ε.Ε. Στους τύπους πλοίων στρατηγικής σημασίας, οι Ελληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν πάνω από το 70% της συνολικής χωρητικότητας του στόλου της Ε.Ε., διασφαλίζοντας τον εφοδιασμό της με βασικά αγαθά και κρίσιμα υλικά.
Ειδικότερα, οι Ελληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν το 80% των πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου που ελέγχονται από την Ε.Ε., το 73% των πετρελαιοφόρων, το 85% των πλοίων μεταφοράς LNG και το 17% των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Περισσότερο από το 1/3 του ελληνόκτητου στόλου φέρει σημαία κράτους-μέλους της Ε.Ε., ενισχύοντας περαιτέρω την προστιθέμενη αξία του τομέα για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Μέσω της ναυτιλίας μεταφέρεται περισσότερο από το 72% του εξωτερικού εμπορίου της Ε.Ε. Για πολλές κατηγορίες βασικών προϊόντων διατροφής, ενέργειας και πρώτων υλών, περισσότερο από το 80% του συνολικού όγκου του εξωτερικού εμπορίου της Ε.Ε. μεταφέρεται διά θαλάσσης -ρύζι (90%), δημητριακά (86%), λιπάσματα (86%), καφές, τσάι και μπαχαρικά (83%), ζωικά ή φυτικά λίπη και έλαια (83%), τεχνητά υφάσματα (83%)-, ενώ για ορισμένα μεταλλεύματα (νικέλιο, αλουμίνιο και χαλκός) περισσότερο από το 97% των φορτίων μεταφέρεται διά θαλάσσης. Οπως συμβαίνει και με το παγκόσμιο εμπόριο, τα προϊόντα που μεταφέρονται από τον τομέα της bulk/tramp ναυτιλίας αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των φορτίων που διακινούνται στους λιμένες της Ε.Ε.